Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Συζήτηση στην Πάντειο για την δημοκρατία

Οι ιδρυτές της Παντείου Σχολής (του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, όπως είναι η σημερινή του ονομασία), ήταν ο κυπριακής καταγωγής Γεώργιος Φραγκούδης (1869-1939), ένας από τους πλέον σημαντικούς δημόσιους διανοούμενους της Ελλάδας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ο Αλέξανδρος Πάντος, ο οποίος με την γενναία επιχορήγηση που έδωσε, επέτρεψε την οικονομική επιβίωση του ιδρύματος.

Ο στόχος της Παντείου Σχολής, ήταν η πολιτική επιμόρφωση της ιθύνουσας τάξεως και η παραγωγή πολιτικών στελεχών που θα υπηρετούσαν το πρόγραμμά της. Τον στόχο αυτό, ενστερνίστηκε και ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που φιλοδόξησε να είναι και ένας από τους πρώτους διδάσκοντες της σχολής. Τα μαθήματα της Σχολής ξεκίνησαν επίσημα τον Νοέμβρη του 1931, ενώ, σημαντικό σταθμό στη νηπιακή της ιστορία, αποτέλεσαν οι δημόσιες συζητήσεις που οργανώθηκαν.

Στις 15, 17, 19 και 22 Μαΐου 1932, στην Πάντειο, διεξήχθησαν οι περίφημες και ιστορικές συζητήσεις για την δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό. Στις συζητήσεις εκείνες έλαβαν μέρος διακεκριμένοι κοι­νοβουλευτικοί, όπως ο Γ. Παπανδρέου, υπουργός της Εθνικής Παιδείας, ο Α. Σβώλος, ο Γ. Σγουρίτσας, ο Θ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπου­λος, κ.α.

Ακολουθεί κείμενο του ιστορικού Σπύρου Μαρκέτου, για το περιεχόμενο και τις κυριότερες τοποθετήσεις των πολιτικών ανδρών, που συμμετείχαν σε αυτές τις συζητήσεις (το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολίτης και ήταν προδημοσίευση από το βιβλίο του ιστορικού, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006):

 Τις ίδιες ημέρες οργανώθηκε στην Πάντειο, δημιούργημα των Φιλελευθέρων και οχυρό τους, μια σημαντική συζήτηση με θέμα την «κρίση του κοινοβουλευτισμού», που διάρκεσε μια εβδομάδα «εν τω μέσω συρροής καθηγητών, σπουδαστών, πολιτευόμενων, κυριών, αξιωματικών κλπ.».

[...]
Οι Φιλελεύθεροι που πήραν το λόγο ουσιαστικά σηματοδοτούσαν την προθυμία τους να υποστηρίξουν μια αυταρχική ή και δικτατορική εκτροπή. Ο Παπανδρέου, ξεχνώντας πως ήταν υπουργός μιας τυπικά δημοκρατικής κυβέρνησης, το έθεσε ωμά: «συμβαίνουν ενίοτε ιστορικαί καταστάσεις, αι οποίαι καθιστούν την δικτατορίαν και αναγκαίαν και χρήσιμον», με τον απαραίτητο όρο, βέβαια, ότι θα ήταν απλώς προσωρινή. Για τον Θεμιστοκλή Τσάτσο, ο οποίος είχε αναπτύξει μια φιλόδοξη μορφή συντηρητικού εγελιανισμού, ο κοινοβουλευτισμός ήταν το μέσο που έπρεπε να εξυπηρετεί το σκοπό της δημοκρατίας, κι επομένως η αξία του ήταν σχετική. Ο Τσάτσος υπερασπίστηκε καταρχήν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά επικρότησε την πρόταση περιορισμού της που κατέθεσαν την ίδια εβδομάδα οι βενιζελικοί στη βουλή.

[...]

Ο μόνος απ’ όλους τους συζητητές που χρησιμοποίησε επιχειρήματα διανοητικής εκλέπτυνσης και συγκρότησης ήταν ο Κανελλόπουλος. Αντιδιέστελλε τον φασισμό και τον «μπολσεβικισμό», που αποτελούσαν «συστήματα ξένα τελείως προς την ιδέαν της νεωτέρας πολιτείας», από την ιδέα της δικτατορίας, η οποία ήταν αδύνατο να μελετηθεί επιστημονικά επειδή δεν αποτελούσε σύστημα και ούτε καν μπορούσε να αναχθεί σε αφηρημένες αρχές, αλλά ήταν απλώς μια κατάσταση που διαδεχόταν το χάος και συνδεόταν μόνο με την ύπαρξη ισχυρών προσώπων. Κατά τον Κανελλόπουλο, ο κοινοβουλευτισμός στην πραγματικότητα κινδύνευε από τρεις παράγοντες, οι δύο από τους οποίους συνδέονταν με την κινητοποίηση των κατώτερων τάξεων. Πρώτον, από την εμφάνιση των ταξικών κομμάτων, τα οποία κατέλυαν την ενότητα του κοινοβουλίου και του κράτους - αυτό το πλήγμα δεν το είχε δεχθεί ακόμη στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να αποδειχτεί μοιραίο: «κοινοβούλιον και ταξικός αγών είναι κατά βάθος τελείως ασυμβίβαστα». Έπειτα, τον κοινοβουλευτισμό έπληττε η «εξάπλωσις των δημοκρατικών αρχών», η οποία εξασθενούσε τις κυβερνήσεις. Ο Κανελλόπουλος δήλωσε ότι δεν θα δημοσιοποιούσε τη γνώμη του για τους τρόπους καταπολέμησης αυτών των κινδύνων γνώμη, η οποία βεβαίως δεν μπορούσε να είναι συμβατή με οποιεσδήποτε δημοκρατικές αρχές. Ωστόσο, έκανε την εύγλωττη πρόταση να υποχωρήσει ο κοινοβουλευτισμός μπροστά στον τρίτο κίνδυνο που αντιμετώπιζε - τη δημιουργία μιας πολιτικής ολιγαρχίας, η οποία κυβερνούσε ουσιαστικά στις δυτικές χώρες, έστω και αν δεν είχε τυπικά προνόμια. Ακριβώς η ανάπτυξη μίας τέτοιας άρχουσας τάξης θα περιόριζε τις θλιβερές επιδράσεις του ταξικού αγώνα και των δημοκρατικών αρχών:

«Δια της υπάρξεως αυτής της αριστοκρατίας η Δημοκρατία των ηγετών ως λέγεται, αν και προσβάλλεται εν μέρει το κύρος και η δύναμις του κοινοβουλίου, δημιουργείται μια αρχή, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήση εις την οργανικήν συμφιλίωσιν της ιδέας της ελευθερίας και της λαοκρατίας προς την ιδέαν της αριστοκρατίας της πνευματικής. Από αυτής της απόψεως νομίζω ότι η συνύπαρξις των δύο αρχών, έστω και επί θυσία του κύρους και της δυνάμεως του κοινοβουλίου, η συνύπαρξις της ιδέας της αριστοκρατίας της πνευματικής και η επί τη βάσει ωρισμένων κριτηρίων επιλογής σχηματιζόμενη τάξις ηγετών, η συνύπαρξις των δύο αυτών ιδεών είναι εκείνη, προς την οποίαν νομίζω σήμερον, ότι πρέπει να προχωρήση η πολιτική εξέλιξις της ανθρωπότητος».

Στον εκτενή λόγο του συντηρητικού αυτού διανοούμενου, που είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της αντιβενιζελικής παράταξης στη συζήτηση της Παντείου, δεν συναντούμε κανένα επιχείρημα υπέρ του κοινοβουλευτισμού ή γενικότερα υπέρ της αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Αντίθετα, επαινούνται ο περιορισμός της δημοκρατίας και η συμβολή της «πολιτικής αριστοκρατίας» στην ευτυχία χωρών όπως η Γαλλία. Επίσης, αποφεύγεται να καταδικαστεί ή δικτατορία, η ευθύνη για την οποία ρίχνεται στο «χάος» που προηγείται, ενώ το πρόβλημα του φασισμού στην ουσία παρακάμπτεται.

Η άρνηση του Κανελλόπουλου να καταθέσει δημόσια τις απόψεις του για την αντιμετώπιση της ταξικής πάλης και της εξάπλωσης των «δημοκρατικών αρχών» αποτυπώνει εύγλωττα την πίστη του στην «ιδέαν της αριστοκρατίας της πνευματικής» κι εν τέλει απηχεί την εχθρότητά του απέναντι στην αρχή της ανοιχτής κι έλλογης συζήτησης των πολιτικών ζητημάτων, η οποία είναι αλληλένδετη με τη δημοκρατία.

Εν τέλει όμως η άρνηση αυτή αναδεικνύει την πολύ συγκεκριμένη ανεπάρκεια των συντηρητικών του Μεσοπολέμου, να αντιμετωπίσουν πολιτικά, ή και απλώς διανοητικά, την πρόκληση του σοσιαλισμού στην εποχή της μαζικής κινητοποίησης. Ακριβώς αυτή τους η αδυναμία, η αφωνία τους, τους έκανε σύντομα να συμφιλιωθούν με τον φασισμό και να τον προωθήσουν ως τον μόνο τρόπο για να νικηθεί η αριστερά. Ίσως ο χειρότερος οιωνός απ’ όλους να ήταν ότι στη συζήτηση της Παντείου δεν ακούστηκε καμιά ανεπιφύλακτη φωνή, ούτε από τη βενιζελική ούτε από την αντιβενιζελική παράταξη, υπέρ της δημοκρατίας. Είχαν πάψει να την υπερασπίζονται διανοητικά, μολονότι, την ιδία εποχή εξακολουθούσαν να στηρίζουν στη βουλή τις ελπίδες της πολιτικής τους επικράτησης.

Το κείμενο του ιστορικού Σπύρου Μαρκέτου, είναι αρκετά κατατοπιστικό: Στις συζητήσεις τέθηκαν από τους αστούς διανοούμενους, με αρκετή σαφήνεια ομολογουμένως, τα παρακάτω ερωτήματα:

1. Είναι η κοινοβουλευτισμός το καλύτερο των πολιτευμάτων για την σημερινή κοινωνία;
2. Είναι ο κοινοβουλευτισμός, το πλέον κατάλληλο πολίτευμα για τον ελληνικό λαό;
3. Υπάρχουν περιστάσεις, κατά τις οποίες ενδεικύεται η απομάκρυνση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία;
4. Είναι οι σημερινές δικτατορίες ικανές να αντικαταστήσουν τον κοινοβουλευτισμό;

Τα συμπεράσματα είναι εύκολα:

Οι αστοί πολιτικοί, προτιμούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πάντα όμως, όταν δεν κινδυνεύει το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα, δηλαδή ο καπιταλισμός. Σε περίπτωση κρίσεως, π.χ. σε μια οικονομική κρίση, όλοι τους, βλέπουν συγκαταβατικά ή φλερτάρουν ανοιχτά με δικτατορικές εκτροπές, προκειμένου να διασωθεί το σύστημα από την αυξανόμενη δύναμη και επιρροή του μαζικού εργατικού κινήματος. Ενίοτε, φλερτάρουν και με την πιο σίγουρη μορφή δικτατορίας, που είναι η φασιστική. Είναι σίγουρη, γιατί έχει πληβειακά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί μεθόδους και πρόγραμμα με πολλά δανεικά στοιχεία από τα αντίστοιχα των εργατικών κομμάτων και σχεδόν πάντα προσφέρει 100% επιτυχία στην καταστολή των κοινωνικών αγώνων.

Εντυπωσιακό παράδειγμα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Δεν καταδικάζει απερίφραστα την δικτατορία, αντίθετα, έμμεσα αφήνει να φανεί ότι είναι αναγκαία, προκειμένου να διακοπεί με τεχνητό και βίαιο τρόπο η άνοδος της Αριστεράς.

Θα ξαναδούμε τον Κανελλόπουλο - ακροατή αυτήν τη φορά - το 1966. Πάλι σε κάποιες δημόσιες διαλέξεις του Σάββα Κωνσταντόπουλου, (του γνωστού, "δυναμικού" άνδρα της ριζοσπαστικής Δεξιάς), στο ξενοδοχείο Χίλτον. Θα απευθύνει μάλιστα και χαιρετιστήρια επιστολή στον Κωνσταντόπουλο, η οποία θα δημοσιευτεί (σε περίοπτη θέση) στο βιβλίο του τελευταίου, "Ο Φόβος της Δικτατορίας". Μια επιστολή, που αρχίζει κάπως έτσι,

«Φίλε κύριε Κωνσταντόπουλε,

Εχάρηκα πολύ που έγινα —ατυχώς, μόνον τέσσαρες βραδυές— ο πιστός ακροατής του προ τριάντα πέντε ετών ακροατού μου. Ότι αισθανθήκατε την ανάγκην να δώσετε δημοσιότητα εις το περιστατικό τούτο, τό πολύ προσωπικό γιά τούς δυό μας, με συνεκίνησε ιδιαίτερα ...», 


αφήνοντάς μας να καταλάβουμε, ότι στις συζητήσεις της Παντείου για τη Δημοκρατία το 1932, συμμετείχε και ο νεαρός, αρχειομαρξιστής τότε, Σάββας.


Για τον Κανελλόπουλο του 1966, ακόμα και με την ήδη υπάρχουσα εμπειρία της 4ης Αυγούστου (ο ίδιος δεινοπάθησε, όταν επισκέφτηκε τους γνωστούς "παραθεριστικούς" προορισμούς, που επιφύλαττε το βασιλομεταξικό καθεστώς για τους αντιπάλους του), ήταν προτιμότερη και εθνικώς αναγκαία μια νέα δικτατορία, προκειμένου να διασωθεί το κοινωνικό καθεστώς.


Περισσότερα:

- Ο Φόβος της Δικτατορίας: Τέσσερις Διαλέξεις. Αθήνα 1966. Ο συγγραφέας (και μετέπειτα ακραιφνής χουντικός εκδότης του Ελεύθερου Κόσμου) Σάββας Κωνσταντόπουλος, είναι σαφής για την περίπτωση που ένα «ολοκληρωτικό» (διάβαζε, κομμουνιστικό) κόμμα κερδίσει τις εκλογές κατέχοντας έτσι την κοινοβουλευτική πλειοψηφία:

Η ολοκληρωτική πλειοψηφία είναι θέλησι για την καταστροφή της Δημοκρατίας. Βγαίνει λοιπόν από τα πλαίσια της πολιτικής νομιμότητας. Για την ουσιαστική λογική, για την πολιτική διαλεκτική, η θέλησι της πλειοψηφίας υπέρ του ολοκληρωτικού κόμματος είναι ήδη μία πραξις, ένα θετικό βήμα προς τον εκμηδενισμό της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία στην περίπτωσι αυτή έχει το καθήκον να θεωρήση την ψήφο της πλειοψηφίας, που στρέφεται κατά του δημοκρατικού καθεστώτος, σαν παράνομη και απαράδεκτη, γιατί είναι έξω από τα πλαίσιά της και γιατί μ’ αυτήν τοποθετείται εκτός της Δημοκρατίας και η πλειοψηφία.

Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (εκδόσεις Θεμέλιο, 1983). Έργο αναφοράς, του συνταγματολόγου καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, για την πάντα εύθραυστη ελληνική δημοκρατία. Από το βιβλίο, διαβάζουμε την θέση του Κων/νου Τσάτσου το έτος 1964 για το ζήτημα, θέση, τραγικά παρόμοια με αυτήν του Κωνσταντόπουλου δύο χρόνια μετά:

Δημοκρατία δεν σημαίνει απλή παντοδυναμία της λαϊκής θελήσεως της πλειοψηφίας. Διότι η πλειοψηφία είναι ένα στιγμιαίον γεγονός και η βούλησις η δημιουργούσα τα πολιτεύματα είναι βούλησις συνεχείας εν τη Ιστορία, η οποία δεν δύναται να ανατραπή δια στιγμιαίων περιστατικών και μόνον.

(Με μια απλή μαρξιστική ανάγνωση, δεν μιλάμε παρά για τη βούληση της κυρίαρχης τάξης και τις αρχές που καθορίζονται από αυτήν).


- Καρλ Σμιτ, Η έννοια του Πολιτικού, εκδόσεις Κριτική, 2009. Απροκάλυπτο και εντυπωσιακά σκληρό. Ο Καρλ Σμιτ, δεν κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του, σαν τους περισσότερους αστούς διανοούμενους (μεταξύ αυτών και οι προαναφερθέντες δικοί μας). Καλεί την ιθύνουσα αστική τάξη να στρατευθεί στον ταξικό αγώνα και θεωρεί ότι οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας είναι δυνητικά επικίνδυνοι για τα οικονομικά της συμφέροντα, αφού παρά τις όποιες δικλείδες ασφαλείας, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν απόλυτα την πολιτική της κυριαρχία!


  - Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι : Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού / Σπύρος Μαρκέτος. Αθήνα : Βιβλιόραμα, 2006. Σημαντικό έργο, που διαλύει τις αυταπάτες για όσους νομίζουν ότι ο φασισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν ένα περιθωριακό κίνημα, χωρίς απήχηση στους πολιτικούς των μεγάλων αστικών κομμάτων της περιόδου.

- Ιστορικός Συμβιβασμός, του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, από το Θεμέλιο, Αθήνα 1977. Τέσσερα χρόνια μετά από την τραγική χιλιανή εμπειρία, το συμπέρασμα του γενικού γραμματέα του Ιταλικού Κ.Κ., είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις σοσιαλισμό με το 51% της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό, θα σου δώσει μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (πόσο μάλλον με το 36% του προέδρου Αλλιέντε).

- The German Federal Constitutional Court and the Communist Party Decision, του Edward McWinney (University of Toronto), στο Indiana Law Journal (1957), όπου περιέχει στην αγγλική, αποσπάσματα της δικαστικής απόφασης, με την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία), απαγόρευσε τη λειτουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Μια απόφαση, όχι εξαιτίας κάποιων έκνομων, (ποινικών ή ανατρεπτικών) ενεργειών μελών του κόμματος που υπονόμευαν το πολίτευμα της χώρας (δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα και κανένας δεν μπήκε στην διαδικασία να παρουσιάσει σχετικές αποδείξεις), αλλά επειδή η επίσημη ιδεολογία του ΚΚΓ, ο μαρξισμός-λενινισμός, δεν συμβιβαζόταν με την δημοκρατική, φιλελεύθερη, συνταγματική τάξη της ΟΔΓ. Πρωτοφανής απόφαση για αστική δημοκρατία δυτικού τύπου, που θεωρητικά, κανένας δεν διώκεται για τις ιδέες του ή για τη σκέψη του, παρά μόνο για τις πράξεις του. (Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πρόβλημα, αξίζει να αναφερθεί, ότι  ακόμα και στην Ελλάδα του 1948 - μέσα στην δίνη του Εμφυλίου - υποτίθεται κανένας δεν μπορούσε να διωχθεί, αν δήλωνε ότι θεωρητικά υποστηρίζει τον μαρξισμό, λενινισμό).

- Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β' ελληνικής δημοκρατίας το 1935: Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσεις, του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και ειδικού στο συνταγματικό Δίκαιο, Σπύρου Βλαχόπουλου), από τις εκδόσεις Ευρασία, 2012. Ένα ιστορικό του σύντομου βίου της δεύτερης ελληνικής δημοκρατίας και του άδοξου τέλους της. Οι συγκρίσεις και οι αναλογίες με τη σημερινή πολιτική και οικονομική κρίση και τη σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα, είναι αναπόφευκτες και οι αναλογίες δεν μπορούν να αγνοηθούν.